Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

εἰς μνήμην

  • 1 память

    па́мят||ь
    ж
    1. ἡ μνήμη / τό μνημονι-κό[ν], χ6 θυμητικό (способность запоминать):
    зрительная \память ἡ ὁπτική μνήμη· плохая \память ἡ ἄσχημη μνήμη· потеря \памятьи ἡ ἀμνησία·
    2. (воспоминание) ἡ ἀνάμνηση[-ις]:
    получить что́-л. на \память παίρνω σάν ἐνθύμιο· подарить на \память δωρίζω γιά ἐνθύμιο· (посвятить книгу, стихи́) \памятьи друга (αφιερώνω τό βιβλίο, τό ποίημα) στήν μνήμη τοῦ φίλου· в \память кого-л. εἰς μνήμην κάποιου· оставить по себе добрую \память ἀφήνω καλή ἀνάμνηση· ◊ вечная \память ему αἰωνία του ἡ μνήμη· печальной \памятьи θλιβερἄ τή μνήμη· быть без \памятьи от кого-л. εἶμαι ξετρελλαμένος μέ κάποιον быть без \памятьи (о больном) χάνω τίς αἰσθήσεις μου· по старой \памятьΗἀπό παλιά συνήθεια· учить на \память ἀποστηθίζω, μαθαίνω ἀπ· ἔξω· читать на \память, читать по \памятьи ἀπαγγέλω ἀπό μνήμης· на чьей-л, \памятьи ἐΙς τήν μνήμην κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > память

  • 2 Impress

    subs.
    Mark, stamp: P. and V. χαρακτήρ, ὁ, τύπος, ὁ; see Impression.
    ——————
    v. trans.
    Stamp with a mark: P. χαρακτῆρα ἐπιβάλλειν (dat.).
    Impress the mind, astonish: P. and V. ἐκπλήσσειν.
    Persuade: P. and V. πείθειν.
    Affect: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), V. ἀνθάπτεσθαι (gen.); see Affect.
    Impress on a person, remind: P. and V. ναμιμνήσκειν (τινά τινος).
    Enjoin: P. and V. ἐπιστέλλειν (τινί τι), ἐπισκήπτειν (τινί τι); see Enjoin.
    Impress on one's mind: V. ἐγγρφεσθαι (τινί τι), θυμῷ βάλλειν (τι), P. εἰς μνήμην κατατίθεσθαί (τι).
    What is this pledge that you would wish impressed upon my mind: V. τί δʼ ἂν θέλοις, τὸ πιστὸν ἐμφῦναι φρενί (Soph., O.C. 1488).
    Impress ( favourably): P. (εὖ) διατιθέναι.
    Impress into one's service, win over: P. and V. προσποιεῖσθαι (acc.), προστθεσθαι (acc.).
    Be impressed to serve in the army: P. ἀναγκαστὸς στρατεύειν (Thuc. 7, 58).
    Those who were impressed to serve in the ships: P. οἱ ἀναγκαστοὶ εἰσβάντες (Thuc. 7, 13).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Impress

  • 3 Imprint

    v. trans.
    Stamp: P. and V. ἐπισημαίνειν, P. ἐνσημαίνεσθαι.
    Imprint on one's mind: V. ἐγγρφεσθαί (τί τινι), θυμῷ βάλλειν (τι), P. εἰς μνήμην κατατίθεσθαί (τι).
    Imprint ( kisses): P. and V. διδόναι, V. τιθέναι.
    Newly-imprinted ( of foot-steps), V. νεοχρακτος.
    ——————
    subs.
    P. and V. χαρακτήρ, ὁ, τύπος, ὁ, V. χραγμα, τό; see Impression.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Imprint

  • 4 Refresh

    v. trans.
    P. and V. ναψχειν (Plat.), V. καταψχειν.
    Encourage: P. ἐπιρρωνύναι; see Encourage.
    Refresh one's memory about a thing: P. εἰς μνήμην ἀναλαμβνειν τι.
    Be refreshed: P. and V. ναπνεῖν.
    Refresh oneself: P. ἀναλαμβνειν ἑαυτόν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Refresh

См. также в других словарях:

  • ИОАНН XI ВЕКК — [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Βέκκος] (30 е гг. XIII в., Никея? март 1297, крепость св. Григория близ Никомидии), патриарх К польский (26 мая 1275 26 дек. 1282), богослов, один из лидеров движения за унию с Римско католической Церковью в Византии (см. ст.… …   Православная энциклопедия

  • Aegina — Infobox Greek Isles name = Aegina native name = Αίγινα skyline = Aegina Greece Beach1.jpg sky caption = Agia Marina beach overlooked by local restaurants coordinates = coord|37|45|N|23|26|E|display=inline,title|region:GR type:isle chain = Saronic …   Wikipedia

  • Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …   Dictionary of Greek

  • μνήμη — Όρος που υποδηλώνει τη χαρακτηριστική ιδιότητα του ανθρώπου και των ζώων να διατηρούν ίχνη (παραστάσεις) των εμπειριών τους. Γι’ αυτό η μ. εμπλέκεται στη διαδικασία της μάθησης. Η δραστηριότητα της μ. εξελίσσεται σε φάσεις που διαδέχονται η μια… …   Dictionary of Greek

  • υπογράφω — ὑπογράφω ΝΜΑ [γράφω] 1. γράφω με το ίδιο μου το χέρι το όνομά μου στο τέλος κειμένου ή εγγράφου, βάζω την υπογραφή μου (α. «πρέπει να υπογράψω όλα τα έγγραφα σήμερα» β. «Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ. γ. «ὁ δεῑνα ὑπέγραψα… …   Dictionary of Greek

  • Peter Derow — Peter Sidney Derow (11 April 1944, Newport, Rhode Island – 9 December 2006, Oxford, England), MA, PhD was Hody Fellow and Tutor in Ancient History at Wadham College, Oxford and University Lecturer in Ancient History from 1977 to 2006. As a… …   Wikipedia

  • Adolf Wilhelm (Philologe) — Adolf Wilhelm (* 10. September 1864 in Tetschen (Böhmen); † 10. August 1950 in Wien) war ein österreichischer Epigraphiker und klassischer Philologe. Leben und Werk Nach dem Studium der Klassischen Philologie an der Universität Wien ging Wilhelm… …   Deutsch Wikipedia

  • Σωκράτειον — ή Σωκρατεῑον, τὸ, Α [Σωκράτης] 1. μνημείο προς τιμήν τού Σωκράτη 2. στον πληθ. τὰ Σωκράτεια γιορτή εις μνήμην τού Σωκράτη …   Dictionary of Greek

  • Αιμιλιανός — I (Marcus Aemilius Aemilianus, Μαυριτανία 206 – Σπολέτο Ιταλίας 253 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (253). Ως διοικητής της Μοισίας απέκρουσε επιδρομές Γότθων και αναγορεύτηκε αυτοκράτορας από τον στρατό του το 252. Στις αρχές του 253 εισέβαλε στην… …   Dictionary of Greek

  • Κακουλίδης, Γιάννης — (Πειραιάς 1946 –). Δημοσιογράφος, συγγραφέας, στιχουργός και σεναριογράφος. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και νομικά στο πανεπιστήμιο του Παρισιού, Paris I. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε με την εκτός εμπορίου έκδοση της… …   Dictionary of Greek

  • κωπηλασία ή λεμβοδρομία — Η μέθοδος πρόωσης ενός σκάφους στην επιφάνεια του νερού μόνο με τη μυϊκή δύναμη και τη βοήθεια ενός ή περισσότερων κουπιών ως μοχλών και το αντίστοιχο ναυτικό άθλημα, το οποίο διεξάγεται με ειδικά σκάφη και με έναν ή περισσότερους κωπηλάτες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»